- χλωριαλισμός
- ο, Νβλ. χλωραλισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλωραλισμός — και παλ. τ. χλωριαλισμός, ο, Ν ιατρ. οξεία ή χρόνια δηλητηρίαση που οφείλεται στη λήψη χλωράλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωράλη + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek